- σκύψιμο
- το сгибание, нагибание; наклон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκύψιμο — το κλίση του σώματος προς τα εμπρός: Χρειάζεται σκύψιμο, για να περάσει κανείς απ αυτή τη χαμηλή πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκύψιμο — το, Ν η κάμψη τού σώματος ή τού κεφαλιού προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυψ τού αορ. έ σκυψ α τού σκύβω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
κατάκυψις — κατάκυψις, ἡ (AM) [κατακύπτω] το σκύψιμο προς τα κάτω … Dictionary of Greek
κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… … Dictionary of Greek
πρόκυψη — η η κάμψη, το σκύψιμο προς τα εμπρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)